Ερωτήματα που θα απαντήσουν οι εκλογές. Του Βασίλη Πρωτοπαπά
Από το 1960 μέχρι σήμερα, σταθμό στην ιστορία των αναμετρήσεων αποτέλεσαν οι βουλευτικές εκλογές του 1981.

Οι δημοσκοπήσεις της τρέχουσας περιόδου εντοπίζουν το κλίμα αδιαφορίας στο εκλογικό σώμα. Περισσότεροι από τους μισούς ερωτώμενους δηλώνουν ξεκάθαρα ότι αυτές οι βουλευτικές εκλογές δεν τους ενδιαφέρουν. Είναι όμως πολύ λιγότεροι όσοι δηλώνουν με σιγουριά ότι θα απέχουν, προτιμώντας να «κρύψουν» την τάση τους για αποχή στους «αναποφάσιστους». Είναι μάλιστα πιθανόν σημαντικός αριθμός να «αποκρύπτει» τη διάθεσή του για αποχή δηλώνοντας και πρόθεση ψήφου για συγκεκριμένους συνδυασμούς. Στο βαθμό που αυτό ισχύει, η εκτίμηση της ψήφου γίνεται ιδιαίτερα επισφαλής, τα όρια του στατιστικού λάθους αυξάνονται και δεν θα αποτελεί έκπληξη αν τα τελικά αποτελέσματα έχουν σημαντικές αποκλίσεις από ό,τι δείχνουν οι δημοσκοπήσεις. Μελετώντας κανείς τα μη επεξεργασμένα και μη σταθμισμένα στοιχεία των δημοσκοπήσεων, εκτιμάται ότι η αποχή θα ξεπεράσει το 30%. Οι πολλοί κομματικοί συνδυασμοί που διεκδικούν με βάσιμες προσδοκίες είσοδο στη Βουλή καθώς και ο τεράστιος αριθμός υποψηφίων είναι οι βασικότεροι παράγοντες της σχετικής συγκράτησης της αποχής. Υψηλό ποσοστό ψηφοφόρων θα πάει στις κάλπες για να ψηφίσει, για διάφορους λόγους, πρώτα υποψηφίους και μετά κομματικούς συνδυασμούς. Οι συνδυασμοί που περιλαμβάνουν στις τάξεις του υποψηφίους με αναγνωρισιμότητα και απήχηση σε ομάδες ψηφοφόρων, βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση.
Η πρόταξη των ατόμων-υποψηφίων έναντι της πολιτικής πρότασης και της ιδεολογίας των κομμάτων οφείλεται στην μείωση του κύρους και της αξιοπιστίας του πολιτικού λόγου των κομμάτων. Δίκαια ή άδικα, το σύνολο του κομματικού συστήματος θεωρείται συλλογικά υπεύθυνο για τα φαινόμενα διαπλοκής και διαφθοράς, αλλά και για το λαϊκισμό και την ανευθυνότητα που οδήγησαν πρόσφατα αλλά και στο παρελθόν σε οικονομικές κρίσεις. Από το γενικό κλίμα απαξίωσης δεν ξεφεύγουν ούτε τα νεότερα κόμματα, καθώς ηγετικά τους στελέχη υπηρέτησαν επί σειρά ετών το πολιτικό και κομματικό σύστημα που τώρα καταγγέλλουν. Είναι γι αυτό που τη φθορά των δύο μεγάλων κομμάτων (ΑΚΕΛ – ΔΗΣΥ) αλλά και των τεσσάρων συνολικά κομμάτων που αποτελούν τη σταθερά του κομματικού συστήματος από το 1976 (ΑΚΕΛ, ΔΗΣΥ, ΔΗΚΟ, ΕΔΕΚ) την καρπώνεται σε μεγάλο βαθμό και η αποχή.
Στις βουλευτικές εκλογές που θα γίνουν σε μια βδομάδα δεν θα κριθεί ούτε η μακροοικονομική πορεία του τόπου, ούτε η έκβαση των συνομιλιών για τη λύση του Κυπριακού. Το διακύβευμα αφορά και ενδιαφέρει περισσότερο τη θέση και το ρόλο των κομμάτων και των ηγεσιών τους στο κομματικό και πολιτικό σύστημα, λιγότερο τη δύσκολη καθημερινότητα των πολιτών. Σε αυτό το πλαίσιο, τα ερωτήματα που θα απαντηθούν σε μια βδομάδα είναι κατά βάση τα ακόλουθα:
Αν τα δύο μεγάλα κόμματα (ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ) θα συνεχίσουν να εκφράζουν τα περίπου 2/3 του εκλογικού σώματος ή αν θα υποχωρήσουν σε ιστορικό χαμηλό.
Αν το ΑΚΕΛ θα ξεπεράσει το ψυχολογικό όριο του 27% (έστω κι αν θα απολέσει χιλιάδες ψήφους) αποφεύγοντας να εισέλθει σε περίοδο κομματική εσωστρέφειας.
Αν το ΔΗΚΟ θα διατηρήσει εκλογικό εκτόπισμα τόσο ώστε η σύμπραξή του με ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα να αρκεί για τον έλεγχο της διακυβέρνησης.
Αν η ΕΔΕΚ θα χάσει τη θέση της ως σταθερά του κομματικού συστήματος, διολισθαίνοντας σε κόμμα-ταμπέλα προς όφελος της Συμμαχίας Πολιτών και των άλλων μικρότερων κομμάτων.
Αν τελικά η αύξηση του εκλογικού ορίου στο 3,6% υπήρξε μια ατυχής έμπνευση του Αβέρωφ Νεοφύτου που έβαλε όλους τους μικρούς στη Βουλή και μάλιστα με υπερδιπλάσιο ποσοστό και έδρες.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου